- γνωμοδότης
- οαυτός που εκφέρει υπεύθυνη γνώμη ως ειδικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γνωμοδότης — ο ο ειδικός που εκφράζει έγκυρη γνώμη για κάποιο θέμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γνωμοδότης — γνωμοδοτέω give advice imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωμοδοσία — η η γνωμοδότηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γνωμοδότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στον Αθ. Χριστόπουλο] … Dictionary of Greek
γνωμοδοτικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τη γνωμοδότηση 2. αρμόδιος μόνο για γνωμοδότηση και όχι για λήψη αποφάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γνωμοδότης Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Σπυρ. Αντωνιάδη] … Dictionary of Greek